- νεφομετρικός
- -ή, -ό [νεφομετρία]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νεφομετρία2. φρ. «νεφομετρική κλίμακα» — κλίμακα που χρησιμοποιείται στη νεφομετρία για τον προσδιορισμό τής νέφωσης, όταν δεν υπάρχει νεφοσκόπιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.